ανόργανος — η, ο (Α ἀνόργανος, ον) ο δίχως όργανα ή εργαλεία νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται ή εκτελείται χωρίς ειδικά όργανα («ανόργανη γυμναστική») 2. αυτός που δεν προέρχεται από ζωντανή ύλη (οξυγόνο, υδρογόνο και κυρίως άνθρακα) («ανόργανες ενώσεις» οι… … Dictionary of Greek
ἀνόργανον — ἀνόργανος without instruments masc/fem acc sg ἀνόργανος without instruments neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοργάνοις — ἀνόργανος without instruments masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Христоманос, Анастасиос — Анастасиос Христоманос греч. Αναστάσιος Χρηστομάνος Дата рождения: 8 марта 1841(1841 03 08) Ме … Википедия
χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… … Dictionary of Greek
όργανο — το (ΑΜ ὄργανον) 1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει για παραγωγή έργου, σύνεργο 2. καθένα από τα αυτοτελή μέρη τού οργανισμού ζώων και φυτών το οποίο επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία (α. «αναπνευστικά όργανα» β. «ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς … Dictionary of Greek
Πύργος, Νικόλαος — Ο πρώτος χρονολογικά Έλληνας οπλοδιδάσκαλος. Δίδαξε στη Σχολή Ευελπίδων, καθώς και στη σχολή των υπαξιωματικών. Έγραψε: Ανόργανος παιδαγωγική γυμναστική, Ημιοργανική παιδαγωγική γυμναστική και Οπλομαχητική. Οι τεχνικοί όροι που χρησιμοποίησε στο… … Dictionary of Greek